κατοχυρωτικός

κατοχυρωτικός
-ή, -ό [κατοχυρώνω]
1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για την καλή οχύρωση ενός πράγματος
2. αυτός που συντελεί στην εξασφάλιση, προστατευτικός, εξασφαλιστικός (α. «κατοχυρωτικός νόμος» β. «κατοχυρωτικό διάταγμα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατοχυρωτικός — ή, ό ασφαλιστικός, αυτός που κατοχυρώνει: Αυτός είναι κατοχυρωτικός νόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”